- στοματικός
- -ή, -ό / στοματικός, -ή, -όν ΝΜΑ [στόμα, -ατος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα»)νεοελλ.φρ. α) «στοματικό κύτταρο»βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων και τών νεαρών βλαστών, αλλ. καταφρακτικό κύτταροβ) «στοματικό στάδιο»(ψυχολ.) (στην ψυχαναλυτική θεωρία) η φάση τής αναπτύξεως τού ανθρώπου κατά τη διάρκεια τού πρώτου έτους τής ζωής, όταν το στόμα τού παιδιού είναι το κύριο όργανό του για συναισθηματικά φορτισμένες επαφές και όταν η μητέρα και ο μαστός της αποτελούν το σπουδαιότερο εξωτερικό αντικείμενο για το παιδίγ) «στοματικός δείκτης»βοτ. η σχέση μεταξύ αριθμού στομάτων και αριθμού επιδερμικών κυττάρων ανά μονάδα επιφάνειας φύλλωνδ) «στοματικός έρωτας» — σεξουαλική επαφή με το στόμα, γλείψιμο τών γεννητικών οργάνωναρχ.1. (για φάρμακα) κατάλληλος να ληφθεί από το στόμα2. το θηλ. ως ουσ. αἱ στοματικαίοι φλεγμονές τής στοματικής κοιλότητας3. το ουδ. ως ουσ. τὰ στοματικάνοσήματα τής στοματικής κοιλότητας4. φρ. «στοματικὰ πτερά» — φτερά που τα χρησιμοποιούσαν για να προκαλέσουν εμετό (Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.